μάντρισμα
Смотреть что такое "μάντρισμα" в других словарях:
μάντρισμα — το, ατος 1. το κλείσιμο των ζώων στο μαντρί. 2. περίφραξη με μάντρα. 3. μτφ., περιορισμός: Η γυναίκα του δεν ανέχτηκε το μάντρισμα που της επέβαλε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάντρισμα — το [μαντρίζω] 1. κλείσιμο ζώων σε μαντρί 2. περίφραξη χώρου με μάντρα … Dictionary of Greek