μάντρισμα

μάντρισμα
το см. μάντρωμα 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μάντρισμα" в других словарях:

  • μάντρισμα — το, ατος 1. το κλείσιμο των ζώων στο μαντρί. 2. περίφραξη με μάντρα. 3. μτφ., περιορισμός: Η γυναίκα του δεν ανέχτηκε το μάντρισμα που της επέβαλε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάντρισμα — το [μαντρίζω] 1. κλείσιμο ζώων σε μαντρί 2. περίφραξη χώρου με μάντρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»